Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τὰς πράξεις

См. также в других словарях:

  • πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • Экумений — (Οϊκουμένιος) византийский церковный писатель, живший в Х в. О жизни его ничего не известно, и даже время ее определяется только приблизительно. Э. написал на греческом языке комментарии к различным частям Нового Завета. Главный из них известен… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • προσηγορικός — ή, ό / προσηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προσήγορος] φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά» γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων τού ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • συμπλέκω — ΝΜΑ [πλέκω] 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.) 2. συνδέω, συνενώνω 3. μέσ. συμπλέκομαι α) συναποτελώ σύμπλεγμα β) έρχομαι στα χέρια …   Dictionary of Greek

  • Papaflessas — For the Greek municipality, see Papaflessas, Messenia. Papaflessas (Grigorios Dikaios). Papaflessas (Παπαφλέσσας; 1788 – 1825), born Grigorios Demetrios Flessas (Γρηγόριος Δημητρίου Φλέσσας), was a Greek patriot, priest, and government official… …   Wikipedia

  • Grigórios Phléssas — Papaphléssas Yeóryios Phléssas (Γεώργιος Παναγιώτου Φλέσσας), ou Papaphléssas (Παπαφλέσας) ou Grigórios Dhikéos (Γρηγόριος Δικαίος) (1788 1825) fut un moine grec et un héros de la Guerre d indépendance grecque. Il est plus connu en tant que… …   Wikipédia en Français

  • NOE — Latine tessatio, vel requies. Unde Hesychius: Νῶε, ἀνάπαυσις, (ideoque ridicule Suidas: Νῶε, ὄνομα κύριον, παρὰ τὸ νῶ, τὸ κολυμβῶ, scil. quod in arca inclusus, in mediis aquis antârit) fil. Lamech, natua A. M. 1057. vir Deo gratus, quem, cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιθειάζω — ἐπιθειάζω (Α) 1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.) 2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.) 3. εμπνέω 4. προφητεύω 5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις» …   Dictionary of Greek

  • θανατώνω — (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] 1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ. β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, όομαι… …   Dictionary of Greek

  • ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»